μπανανιά

μπανανιά
η
οπωροφόρο δέντρο που ευδοκιμεί σε θερμά κλίματα και παράγει μπανάνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπανανία — η ειρωνικός και υποτιμητικός χαρακτηρισμός υπερχρεωμένων και πολιτικά ασταθών χωρών, που υπόκεινται σε ξένη, συνήθως αμερικανική, εξάρτηση και γενικότερα τών κρατών τού τρίτου κόσμου που είναι τροφοδότες τών προηγμένων κρατών με πρώτες ύλες …   Dictionary of Greek

  • μπανανιά — η βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φυτών μούσα, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας ζιγγιβερώδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές χώρες …   Dictionary of Greek

  • μπανάνα — Τροπικό φρούτο, εδώδιμο, θρεπτικό, που παράγεται από μερικά φυτά (μπανανιές), που βοτανικά ανήκουν στο γένος μούσα (οικογένεια μουσίδες, μονοκοτυλήδονα). Οι μπανανιές έχουν ψευτοκορμό όρθιο, ύψους 5 6 μ., σχηματισμένο από τους χοντρούς κολεούς… …   Dictionary of Greek

  • βανανέα — η βλ. μπανανιά …   Dictionary of Greek

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

  • πλαντάγο — (I) το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πλανταγινίδες και περιλαμβάνει 265 περίπου είδη ποωδών, σπάνια ημιθαμνωδών, φυτών που απαντούν στις εύκρατες περιοχές, καθώς και στα ορεινά τών τροπικών περιοχών.… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …   Dictionary of Greek

  • Πράσινο Ακρωτήριο — Συγκρότημα νησιών στις δυτικές ακτές της Αφρικής, δυτικά της Σενεγάλης.Tο αρχιπέλαγος του Πράσινου Aκρωτηρίου είναι μια πρώην αποικιακή κτήση της Πορτογαλίας με το όνομα Nησιά του Πράσινου Aκρωτηρίου, στα ανοιχτά των δυτικών ακτών της Aφρικής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”